ὄζων

ὄζων
ὄζος
bough
masc gen pl
ὄζω
smell
pres part act masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σάκχαρα ή υδατάνθρακες — Οργανικές ενώσεις, πολυυδροξυλιωμένα παράγωγα, τα οποία περιέχουν στο μόριό τους αλδεϋδικές ή κετονικές ομάδες, ή άλλες ουσίες πιο πολύπλοκες, από τις οποίες προκύπτουν οι ενώσεις αυτές μετά την υδρόλυση. Το όνομα σ. δόθηκε πριν ένα αιώνα σε… …   Dictionary of Greek

  • κρόνιος — I Προσωνυμία του Δία κατά την αρχαιότητα, που σχετίζεται με το όνομα του πατέρα του, του Κρόνου. Ο Δίας αποκαλείτο επίσης Κρονίδης. Κ. ονομαζόταν και ένας μήνας του ιωνικού μηνολογίου, περισσότερο γνωστός ως Κρονιών (βλ. λ. Κρόνια). II (2ος αι. π …   Dictionary of Greek

  • ολοζίτης — ο (βιοχ.) συν. στον πληθ. οι ολοζίτες γενική ονομασία τών γλυκιδίων που σχηματίζονται από την ένωση δύο ή περισσότερων οζών, σε αντιδιαστολή προς τους ετεροζίτες …   Dictionary of Greek

  • πεντόζη — η (βιοχ.) γενική ονομασία τών οζών με πέντε άτομα άνθρακα που προέρχονται από το πεντάνιο, σημαντικότερες από τις οποίες είναι οι αλδοπεντόζες, που ομαδοποιούνται σε τέσσερα ζεύγη εναντιομερών: τις ριζόζες, τις αραβινόζες, τις ξυλόλες και τις… …   Dictionary of Greek

  • περιπόνηρος — ον, ΜΑ (ως λογοπαίγνιο στη λ. περιφόρητος) πολύ κακός άνθρωπος, άνθρωπος πολύ κακής διαθέσεως («ὁ περιπόνηρος Ἀρτέμων... ὄζων κακὸν τῶν μασχαλῶν πατρὸς Τραγασαίου», Αριστοφ.). επίρρ... περιπονήρως Μ με περιπόνηρο τρόπο, με πολύ κακή διάθεση …   Dictionary of Greek

  • πολυοζία — ἡ, Α [πολύοζος] (σχετικά με δέντρα) η ύπαρξη πολλών όζων, κλάδων …   Dictionary of Greek

  • πυρανόζη — η, Ν συν. στον πληθ. οι πυρανόζες (βιοχ.) γενική ονομασία τών ημιακεταλών, κυκλικών ισομερών τών οζών, στις οποίες ο δακτύλιος περιλαμβάνει 6 μικρές αλυσίδες και προέρχεται από το πυράνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pyranose < pyran… …   Dictionary of Greek

  • σπειροκέρκωση — η, Ν φρ. «σπειροκέρκωση τού σκύλου» (κτην.) παρασιτική νόσος τού σκύλου που προκαλείται από την προνύμφη τού είδους Spirocerca lupi και χαρακτηρίζεται από την παρουσία όζων στα τοιχώματα τού οισοφάγου και τού στομάχου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ.,… …   Dictionary of Greek

  • σποροτρίχωση — η, Ν 1. ιατρ. νόσος η οποία προκαλείται από τον μύκητα Sporotrichum schenckii και χαρακτηρίζεται συνήθως από έλκος στη θέση τού ενοφθαλμισμού και από μια άλυση σκληρών ερυθρών πυορροούντων οζιδίων που εκτείνονται από τη θέση τού ενοφθαλμισμού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”